- πεντακοσιομέδιμνος
- ο, ΝΑσυν. στον πληθ. οι πεντακοσιομέδιμνοι(στην αρχαιότητα) ονομασία τής πρώτης από τις τάξεις τών Αθηναίων πολιτών, στις οποίες χώρισε τον πληθυσμό τής Αττικής ο Σόλων και στην οποία ανήκαν όσοι είχαν αγροτικό εισόδημα άνω τών 500 μεδίμνων από ξηρά ή υγρά προϊόντα, κυρίως σιτηρά ή λάδι, καθώς και όσοι δεν είχαν κτηματική περιουσία αλλά μπορούσαν να αποδείξουν ότι είχαν εισοδήματα άνω τών 500 δραχμών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντακόσιοι + μέδιμνος (πρβλ. πολυ-μέδιμνος)].
Dictionary of Greek. 2013.